θρέψ'

θρέψ'
θρέψι , θρέψις
nourishing
fem voc sg
θρέψαι , τρέφω
thicken
aor imperat mid 2nd sg
θρέψαι , τρέφω
thicken
aor inf act
θρέψα , τρέφω
thicken
aor ind act 1st sg (homeric ionic)
θρέψε , τρέφω
thicken
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θραψερός — και θρεψερός, ή, ό 1. ευτραφής, καλοθρεμμένος 2. εύχυμος, χυμώδης, ζουμερός. [ΕΤΥΜΟΛ. θρεψ ερός < θ. θρεψ (πρβλ. μέλλ. θρέψ ω και τρέφω, θρέψ η) + κατάλ. ερός (πρβλ. φεγγ ερός, φθον ερός). Ο τ. θραψ ερός με προληπτική ανομοιωτική τροπή του ε… …   Dictionary of Greek

  • κυκνόθρεπτος — κυκνόθρεπτος, ον (AM) αυτός που έχει ανατραφεί από κύκνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + θρεπτος (< θ. θρεπ τού τρέφω, πρβλ. αόρ. ἔ θρεψ α), πρβλ. θεό θρεπτος, μελί θρεπτος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόθρεψ — ὁ, Α προσφιλές υιοθετημένο παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. λ. με α συνθετικό φιλ(ο) * και δυσερμήνευτο β συνθετικό θρεψ, το οποίο ανάγεται πιθ. στο θ. θρεπ τού ρ. τρέφω (πρβλ. θρεπ τικός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”